χιονάνθρωπος
希腊语
词源
χιόνι (chióni, “雪”) + άνθρωπος (ánthropos, “人”),仿译自英语 snowman。
发音
- IPA(帮助):/ço.ˈnan.θɾo.pos/
名词
χιονάνθρωπος (chionánthropos) m(复数 χιονάνθρωποι)
变格
χιονάνθρωπος的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | χιονάνθρωπος • | χιονάνθρωποι • |
| 属格 | χιονανθρώπου • | χιονανθρώπων • |
| 宾格 | χιονάνθρωπο • | χιονανθρώπους • |
| 呼格 | χιονάνθρωπε • | χιονάνθρωποι • |
相关词汇
- 参见:χιόνι n (chióni, “雪”)
拓展阅读
- χιονάνθρωπος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- χιονάνθρωπος在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
