χεριά 希腊语 词源 源自χέρι (chéri, “手”) + -ιά (-iá)。 发音 IPA(帮助):/çeɾˈʝa/名词 χεριά (cheriá) f(复数 χεριές) (口语) 一握,一把变格 χεριά的变格 单数 复数 主格 χεριά • χεριές • 属格 χεριάς • χεριών • 宾格 χεριά • χεριές • 呼格 χεριά • χεριές • 近义词 χούφτα f (choúfta)