希腊语
词源
χειροκροτώ (cheirokrotó, “鼓掌”) + -μα (-ma)
名词
χειροκρότημα (cheirokrótima) n(复数 χειροκροτήματα)
- 鼓掌,掌声
变格
χειροκρότημα的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
χειροκρότημα •
|
χειροκροτήματα •
|
|---|
| 属格
|
χειροκροτήματος •
|
χειροκροτημάτων •
|
|---|
| 宾格
|
χειροκρότημα •
|
χειροκροτήματα •
|
|---|
| 呼格
|
χειροκρότημα •
|
χειροκροτήματα •
|
|---|