χαλινάρι 希腊语 其他写法 χαλινός m (chalinós)名词 χαλινάρι (chalinári) n(复数 χαλινάρια) 缰绳 嚼子变格 χαλινάρι的变格 单数 复数 主格 χαλινάρι • χαλινάρια • 属格 χαλιναριού • χαλιναριών • 宾格 χαλινάρι • χαλινάρια • 呼格 χαλινάρι • χαλινάρια • 参见 καπίστρι n (kapístri, “笼头”) στομίδα f (stomída, “嚼子”)