φύση 希腊语 词源 源自古希腊语 φύσις (phúsis)。 名词 φύση (fýsi) f(复数 φύσεις) 自然 本性,天性变格 φύση的变格 单数 复数 主格 φύση • φύσεις • 属格 φύσης • φύσεως • φύσεων • 宾格 φύση • φύσεις • 呼格 φύση • φύσεις • 相关词汇 φυσικός (fysikós)