υπακοή 希腊语 名词 υπακοή (ypakoḯ) f(不可数) 服从,遵从变格 υπακοή (ypakoḯ)的变格 单数 主格 υπακοή • 属格 υπακοής • 宾格 υπακοή • 呼格 υπακοή • 相关词汇 υπάκουος (ypákouos, “服从的”) υπακούω (ypakoúo, “服从,遵从”)