logo

τύφλωση是什么意思_τύφλωση读音|解释_τύφλωση同义词|反义词

τύφλωση

希腊语

名词

τύφλωση (týflosif(复数 τυφλώσεις

  1. (医学) 失明
  2. (比喻) 无法理解

变格

近义词

相关词汇