τυφλότητα 希腊语 名词 τυφλότητα (tyflótita) f(不可数) (医学) 失明,盲变格 τυφλότητα (tyflótita)的变格 单数 主格 τυφλότητα • 属格 τυφλότητας • 宾格 τυφλότητα • 呼格 τυφλότητα • 相关词汇 参见:τύφλα f (týfla, “失明”)