τρωκτικό
希腊语
名词
τρωκτικό (troktikó) n(复数 τρωκτικά)
- 啮齿动物 (Rodentia)
- Τα ποντίκια κι οι σκίουροι είναι τρωκτικά.
- Ta pontíkia ki oi skíouroi eínai troktiká.
- 老鼠和松鼠属于啮齿动物。
变格
τρωκτικό的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | τρωκτικό • | τρωκτικά • |
| 属格 | τρωκτικού • | τρωκτικών • |
| 宾格 | τρωκτικό • | τρωκτικά • |
| 呼格 | τρωκτικό • | τρωκτικά • |
