τραπεζογραμμάτιο
希腊语
名词
τραπεζογραμμάτιο (trapezogrammátio) n(复数 τραπεζογραμμάτια)
变格
τραπεζογραμμάτιο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | τραπεζογραμμάτιο • | τραπεζογραμμάτια • |
| 属格 | τραπεζογραμματίου • | τραπεζογραμματίων • |
| 宾格 | τραπεζογραμμάτιο • | τραπεζογραμμάτια • |
| 呼格 | τραπεζογραμμάτιο • | τραπεζογραμμάτια • |
近义词
- χαρτονόμισμα n (chartonómisma)
相关词汇
- 参见:τράπεζα f (trápeza, “银行”)
拓展阅读
- Χαρτονόμισμα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
