ταύρος 希腊语 词源 源自古希腊语 ταῦρος (taûros),源自原始印欧语 *táwros。 名词 ταύρος (távros) m(复数 ταύροι,阴性 αγελάδα) 公牛 (天文学, 占星术) 金牛座变格 ταύρος的变格 单数 复数 主格 ταύρος • ταύροι • 属格 ταύρου • ταύρων • 宾格 ταύρο • ταύρους • 呼格 ταύρε • ταύροι • 同类词汇 参见:αγελάδα f (ageláda, “母牛”)