τακούνι 希腊语 名词 τακούνι (takoúni) n(复数 τακούνια) 鞋跟变格 τακούνι的变格 单数 复数 主格 τακούνι • τακούνια • 属格 τακουνιού • τακουνιών • 宾格 τακούνι • τακούνια • 呼格 τακούνι • τακούνια • 参见 τακουνάκι m (takounáki, “低跟”) φτέρνα f (ftérna, “脚后跟”)