τέκνο 希腊语 词源 源自古希腊语 τέκνον (téknon)。 发音 IPA(帮助):[ˈtɛknɔ] 断字:τέ‧κνο名词 τέκνο (tékno) n(复数 τέκνα) 后代 小孩,孩子变格 τέκνο的变格 单数 复数 主格 τέκνο • τέκνα • 属格 τέκνου • τέκνων • 宾格 τέκνο • τέκνα • 呼格 τέκνο • τέκνα • 近义词 παιδί n (paidí, “小孩,孩子”) ανήλικος m (anílikos, “未成年人”)