συνομοταξία
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
词源
συν- (syn-, “同,共”) + ομοταξία (omotaxía, “纲”)
名词
συνομοταξία (synomotaxía) n(复数 συνομοταξίες)
- (分类学, 生物学) 门
变格
συνομοταξία的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | συνομοταξία • | συνομοταξίες • |
| 属格 | συνομοταξίας • | συνομοταξιών • |
| 宾格 | συνομοταξία • | συνομοταξίες • |
| 呼格 | συνομοταξία • | συνομοταξίες • |
同类词汇
分类学类别
| * ομοταξία • f (“纲”) | * γένος • n (“属”) | |
| * βασίλειο • n (“界”) | * τάξη • f (“目”) | * είδος • n (“种”) |
| * συνομοταξία • f (“门”) | * οικογένεια • f (“科”) | * υποείδος • n (“亚种”) |
拓展阅读
- συνομοταξία在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
