στάρπη 希腊语 其他写法 στάλπη f (stálpi)名词 στάρπη (stárpi) f(不可数) 凝乳变格 στάρπη (stárpi)的变格 单数 主格 στάρπη • 属格 στάρπης • 宾格 στάρπη • 呼格 στάρπη • 近义词 τυρόπηγμα n (tyrópigma)参见 πυτιά f (pytiá, “凝乳酶”)