σκουλαρίκι 希腊语 名词 σκουλαρίκι (skoularíki) n(复数 σκουλαρίκια) 耳环变格 σκουλαρίκι的变格 单数 复数 主格 σκουλαρίκι • σκουλαρίκια • 属格 σκουλαρικιού • σκουλαρικιών • 宾格 σκουλαρίκι • σκουλαρίκια • 呼格 σκουλαρίκι • σκουλαρίκια •