σιδηρουργείο 希腊语 名词 σιδηρουργείο (sidirourgeío) n(复数 σιδηρουργεία) 铁匠铺变格 σιδηρουργείο的变格 单数 复数 主格 σιδηρουργείο • σιδηρουργεία • 属格 σιδηρουργείου • σιδηρουργείων • 宾格 σιδηρουργείο • σιδηρουργεία • 呼格 σιδηρουργείο • σιδηρουργεία • 相关词汇 参见:σίδερο n (sídero, “铁;熨斗”)