σαλόνι 希腊语 名词 σαλόνι (salóni) n(复数 σαλόνια) 客厅,接待室,休息室 (汽车的) 客座变格 σαλόνι的变格 单数 复数 主格 σαλόνι • σαλόνια • 属格 σαλονιού • σαλονιών • 宾格 σαλόνι • σαλόνια • 呼格 σαλόνι • σαλόνια • 相关词汇 σαλοτραπεζαρία f (salotrapezaría, “客厅”)