ροδόκηπος
希腊语
词源
ρόδο (ródo, “玫瑰”) + κήπος (kípos, “园”)
名词
ροδόκηπος (rodókipos) m(复数 ροδόκηποι)
- 玫瑰园
变格
ροδόκηπος的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | ροδόκηπος • | ροδόκηποι • |
| 属格 | ροδόκηπου • | ροδόκηπων • |
| 宾格 | ροδόκηπο • | ροδόκηπους • |
| 呼格 | ροδόκηπε • | ροδόκηποι • |
近义词
- ροδώνας m (rodónas)
参见
- τριαντάφυλλο n (triantáfyllo, “玫瑰花”)
- 参见:κήπος m (kípos)
