πώληση 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 词源 源自古希腊语 πώλησις (pṓlēsis)。 名词 πώληση (pólisi) f(复数 πωλήσεις) (商业) 出售,销售 πώληση όπλων ― pólisi óplon ― 武器销售 πώληση διαμερίσματος ― pólisi diamerísmatos ― 公寓销售变格 πώληση的变格 单数 复数 主格 πώληση • πωλήσεις • 属格 πώλησης • πωλήσεως • πωλήσεων • 宾格 πώληση • πωλήσεις • 呼格 πώληση • πωλήσεις • 相关词汇 πωλήσιμος (polísimos, “可出售的”) πωλώ (poló, “出售,销售”) πουλώ (pouló, “出售,销售”)