πρόσφατος
希腊语
词源
源自古希腊语 πρόσφατος (prósphatos)。
形容词
πρόσφατος (prósfatos) m
- 最近的
- πρόσφατες αλλαγές ― prósfates allagés ― 最近更改
变格
πρόσφατος 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | πρόσφατος • | πρόσφατη • | πρόσφατο • | πρόσφατοι • | πρόσφατες • | πρόσφατα • |
| 属格 | πρόσφατου • | πρόσφατης • | πρόσφατου • | πρόσφατων • | πρόσφατων • | πρόσφατων • |
| 宾格 | πρόσφατο • | πρόσφατη • | πρόσφατο • | πρόσφατους • | πρόσφατες • | πρόσφατα • |
| 呼格 | πρόσφατε • | πρόσφατη • | πρόσφατο • | πρόσφατοι • | πρόσφατες • | πρόσφατα • |
| 衍生 | 比较级: πιο (pio) + 肯定形(例如:πιο πρόσφατος) 相对最高级: 定冠词 + πιο (pio) + 肯定形(例如:ο πιο πρόσφατος (o pio prósfatos)) | |||||
