πραξικόπημα
希腊语
词源
源自πράξη (práxi) + κόπτω (kópto)。
发音
- IPA(帮助):/pɾa.ksiˈko.pi.ma/
名词
πραξικόπημα (praxikópima) n(复数 πραξικοπήματα)
变格
πραξικόπημα的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | πραξικόπημα • | πραξικοπήματα • |
| 属格 | πραξικοπήματος • | πραξικοπημάτων • |
| 宾格 | πραξικόπημα • | πραξικοπήματα • |
| 呼格 | πραξικόπημα • | πραξικοπήματα • |
拓展阅读
- πραξικόπημα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
