πράσο 希腊语 其他写法 πράσσο n (prásso)词源 源自古希腊语 πράσον (práson)。 名词 πράσο (práso) n (复数 πράσα) 韭葱变格 πράσο的变格 单数 复数 主格 πράσο • πράσα • 属格 πράσου • πράσων • 宾格 πράσο • πράσα • 呼格 πράσο • πράσα • 相关词汇 πρασουλίδα f (prasoulída, “细香葱”)派生语汇 → 鄂图曼土耳其语:پراصه (prasa, pırasa)拓展阅读 πράσο在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el