πούτσα 希腊语 其他写法 πούτσος m (poútsos)名词 πούτσα (poútsa) f(复数 πούτσες) (粗俗) 阴茎,[[]屌]变格 πούτσα的变格 单数 复数 主格 πούτσα • πούτσες • 属格 πούτσας • πούτσων • 宾格 πούτσα • πούτσες • 呼格 πούτσα • πούτσες • 近义词 πέος n (péos) (礼貌用语)