πετεινάρι 希腊语 名词 πετεινάρι (peteinári) n(复数 πετεινάρια) 单词 πετεινός (peteinós) 之指小词:小公鸡变格 πετεινάρι的变格 单数 复数 主格 πετεινάρι • πετεινάρια • 属格 — — 宾格 πετεινάρι • πετεινάρια • 呼格 πετεινάρι • πετεινάρια • 近义词 κοκοράκι n (kokoráki)