περίστροφο 希腊语 名词 περίστροφο (perístrofo) n(复数 περίστροφα) 左轮手枪变格 περίστροφο的变格 单数 复数 主格 περίστροφο • περίστροφα • 属格 περιστρόφου • περιστρόφων • 宾格 περίστροφο • περίστροφα • 呼格 περίστροφο • περίστροφα • 参见 πιστόλι n (pistóli, “手枪”)