παζάρεμα 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 名词 παζάρεμα (pazárema) n(复数 παζαρέματα) 讲价,讨价还价变格 παζάρεμα的变格 单数 复数 主格 παζάρεμα • παζαρέματα • 属格 παζαρέματος • παζαρεμάτων • 宾格 παζάρεμα • παζαρέματα • 呼格 παζάρεμα • παζαρέματα • 近义词 παζάρι n (pazári, “市场;讲价”)