πέλαο 希腊语 名词 πέλαο (pélao) n (口语) πέλαγος (pélagos) 的另一种写法变格 πέλαο的变格 单数 复数 主格 πέλαο • πέλαα • 属格 πελάου • πελάων • 宾格 πέλαο • πέλαα • 呼格 πέλαο • πέλαα •