πέλαγο 希腊语 名词 πέλαγο (pélago) n(复数 πέλαγα) (书面, 口语) πέλαγος (pélagos) 的另一种写法变格 πέλαγο的变格 单数 复数 主格 πέλαγο • πέλαγα • 属格 πελάγου • πελάγων • 宾格 πέλαγο • πέλαγα • 呼格 πέλαγο • πέλαγα •