ουσάρος 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 词源 源自塞尔维亚-克罗地亚语 husar。 名词 ουσάρος (ousáros) m(复数 ουσάροι) (军事) 轻骑兵变格 ουσάρος的变格 单数 复数 主格 ουσάρος • ουσάροι • 属格 ουσάρου • ουσάρων • 宾格 ουσάρο • ουσάρους • 呼格 ουσάρε • ουσάροι • 参见 ουλάνος m (oulános, “枪骑兵”) ιππικό n (ippikó, “骑兵”)拓展阅读 Ουσάροι在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el