οργανικός
希腊语
形容词
οργανικός (organikós) m(阴性 οργανική,中性 οργανικό)
- (化学, 生物学) 有机的
- 反义词: ανόργανος (anórganos)
- οργανική χημεία ― organikí chimeía ― 有机化学
- (医学) 器官的
- οργανική διαταραχή ― organikí diatarachí ― 器质性疾病
- (音乐) 器乐的
变格
οργανικός 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | οργανικός | οργανική | οργανικό | οργανικοί | οργανικές | οργανικά |
| 属格 | οργανικού | οργανικής | οργανικού | οργανικών | οργανικών | οργανικών |
| 宾格 | οργανικό | οργανική | οργανικό | οργανικούς | οργανικές | οργανικά |
| 呼格 | οργανικέ | οργανική | οργανικό | οργανικοί | οργανικές | οργανικά |
| 衍生 | 比较级: πιο (pio) + 肯定形(例如:πιο οργανικός) 相对最高级: 定冠词 + πιο (pio) + 肯定形(例如:ο πιο οργανικός (o pio organikós)) | |||||
