οξύαυλος 希腊语 词源 οξύ (oxý, “尖的”) + αυλος (avlos, “管”)。 名词 οξύαυλος (oxýavlos) m(复数 οξύαυλοι) 双簧管变格 οξύαυλος的变格 单数 复数 主格 οξύαυλος • οξύαυλοι • 属格 οξυαύλου • οξυαύλων • 宾格 οξύαυλο • οξυαύλους • 呼格 οξύαυλε • οξύαυλοι • 近义词 όμποε n (ómpoe)拓展阅读 όμποε在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el