ομπρέλα 希腊语 名词 ομπρέλα (ompréla) f(复数 ομπρέλες) 伞变格 ομπρέλα的变格 单数 复数 主格 ομπρέλα • ομπρέλες • 属格 ομπρέλας • ομπρελών • 宾格 ομπρέλα • ομπρέλες • 呼格 ομπρέλα • ομπρέλες • 近义词 (雨伞) αλεξιβρόχιο n (alexivróchio) (阳伞) αλεξήλιο n (alexílio)