ολάκερος
希腊语
其他写法
- αλάκερος (alákeros) (非常罕用,粗俗)[1]
发音
- IPA(帮助):/oˈlaceros/
- 断字:ο‧λά‧κε‧ρος
形容词
ολάκερος (olákeros) m(阴性 ολάκερη,中性 ολάκερο)
变格
ολάκερος 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | ολάκερος • | ολάκερη • | ολάκερο • | ολάκεροι • | ολάκερες • | ολάκερα • |
| 属格 | ολάκερου • | ολάκερης • | ολάκερου • | ολάκερων • | ολάκερων • | ολάκερων • |
| 宾格 | ολάκερο • | ολάκερη • | ολάκερο • | ολάκερους • | ολάκερες • | ολάκερα • |
| 呼格 | ολάκερε • | ολάκερη • | ολάκερο • | ολάκεροι • | ολάκερες • | ολάκερα • |
参考资料
- ↑ Dimitrakos, Dimitrios B. (1964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (希腊语), Athens: Hellenic Paideia
