οικογενειακός
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
形容词
οικογενειακός (oikogeneiakós) m(阴性 οικογενειακή,中性 οικογενειακό)
- 家庭的
- οικογενειακός γιατρός ― oikogeneiakós giatrós ― 家庭医生
变格
οικογενειακός 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | οικογενειακός | οικογενειακή | οικογενειακό | οικογενειακοί | οικογενειακές | οικογενειακά |
| 属格 | οικογενειακού | οικογενειακής | οικογενειακού | οικογενειακών | οικογενειακών | οικογενειακών |
| 宾格 | οικογενειακό | οικογενειακή | οικογενειακό | οικογενειακούς | οικογενειακές | οικογενειακά |
| 呼格 | οικογενειακέ | οικογενειακή | οικογενειακό | οικογενειακοί | οικογενειακές | οικογενειακά |
相关词汇
- 参见:οικογένεια f (oikogéneia, “家庭,家族”)
