οβίδα 希腊语 名词 οβίδα (ovída) f(复数 οβίδες) 炮弹变格 οβίδα的变格 单数 复数 主格 οβίδα • οβίδες • 属格 οβίδας • οβίδων • 宾格 οβίδα • οβίδες • 呼格 οβίδα • οβίδες •