νίτρωση 希腊语 名词 νίτρωση (nítrosi) f(不可数) (有机化学) 硝化变格 νίτρωση (nítrosi)的变格 单数 主格 νίτρωση • 属格 νίτρωσης • νιτρώσεως • 宾格 νίτρωση • 呼格 νίτρωση • 相关词汇 απονίτρωση f (aponítrosi, “反硝化”) 参见:νιτρογόνο n (nitrogóno, “氮”)