νήσος 希腊语 词源 借自古希腊语 νῆσος (nêsos)。νησί (nisí)的同源对似词。 名词 νήσος (nísos) f(复数 νήσοι) (书面) νησί (nisí, “岛”) 的另一种写法变格 νήσος的变格 单数 复数 主格 νήσος • νήσοι • 属格 νήσου • νήσων • 宾格 νήσο • νήσους • 呼格 νήσε • νήσο • νήσοι • 派生词 Νήσος Αναλήψεως f (Nísos Analípseos, “阿森松岛”)