希腊语
词源
源自意大利语 braccio。
发音
名词
μπράτσο (brátso) n(复数 μπράτσα)
- (解剖学) 上臂
- 椅子的扶手
变格
μπράτσο的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
μπράτσο •
|
μπράτσα •
|
|---|
| 属格
|
μπράτσου •
|
μπράτσων •
|
|---|
| 宾格
|
μπράτσο •
|
μπράτσα •
|
|---|
| 呼格
|
μπράτσο •
|
μπράτσα •
|
|---|
近义词
参见
- αγκώνας m (agkónas, “手肘”)
- πήχυς m (píchys, “前臂”)
- καρπός m (karpós, “手腕”)
- χέρι n (chéri, “手,臂”)