μπανιερό 希腊语 词源 μπάνιο (bánio) + -ερό (-eró) 发音 IPA(帮助):/ba.ɲeˈɾo/名词 μπανιερό (banieró) n(复数 μπανιερά) (口语) 泳装变格 μπανιερό的变格 单数 复数 主格 μπανιερό • μπανιερά • 属格 μπανιερού • μπανιερών • 宾格 μπανιερό • μπανιερά • 呼格 μπανιερό • μπανιερά • 近义词 μαγιό n (magió)