μπαλέτο 希腊语 其他写法 μπαλλέτο n (balléto)词源 源自意大利语 balletto (“芭蕾”)。 名词 μπαλέτο (baléto) n(复数 μπαλέτα) 芭蕾变格 μπαλέτο的变格 单数 复数 主格 μπαλέτο • μπαλέτα • 属格 μπαλέτου • μπαλέτων • 宾格 μπαλέτο • μπαλέτα • 呼格 μπαλέτο • μπαλέτα • 相关词汇 μπαλαρίνα f (balarína, “芭蕾舞女演员”)拓展阅读 μπαλέτο在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el