μισάωρο 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 名词 μισάωρο (misáoro) n(复数 μισάωρα) (时间) 半小时变格 μισάωρο的变格 单数 复数 主格 μισάωρο • μισάωρα • 属格 μισάωρου • μισάωρων • 宾格 μισάωρο • μισάωρα • 呼格 μισάωρο • μισάωρα • 近义词 μισή ώρα f (misí óra)