μανδαρίνος 希腊语 名词 μανδαρίνος (mandarínos) m(复数 μανδαρίνοι) (中国古代的)官吏变格 μανδαρίνος的变格 单数 复数 主格 μανδαρίνος • μανδαρίνοι • 属格 μανδαρίνου • μανδαρίνων • 宾格 μανδαρίνο • μανδαρίνους • 呼格 μανδαρίνε • μανδαρίνοι • 参见 对比:μανταρίνι n (mantaríni, “橘子,柑”)