μέτωπο 希腊语 词源 继承自古希腊语 μέτωπον (métōpon)。 名词 μέτωπο (métopo) n(复数 μέτωπα) 额头 (引申) 前面;立面 (军事) 前线 (气象学) 锋面变格 μέτωπο的变格 单数 复数 主格 μέτωπο • μέτωπα • 属格 μετώπου • μετώπων • 宾格 μέτωπο • μέτωπα • 呼格 μέτωπο • μέτωπα • 参见 κρανίο n (kranío, “颅骨”)