λουκέτο 希腊语 词源 借自意大利语 lucchetto。 名词 λουκέτο (loukéto) n(复数 λουκέτα) 挂锁变格 λουκέτο的变格 单数 复数 主格 λουκέτο • λουκέτα • 属格 λουκέτου • λουκέτων • 宾格 λουκέτο • λουκέτα • 呼格 λουκέτο • λουκέτα • 参见 κλειδαριά f (kleidariá, “锁”)