λορένσιο 希腊语 名词 λορένσιο (lorénsio) n(不可数) λωρένσιο (lorénsio) 的另一种写法变格 λορένσιο (lorénsio)的变格 单数 主格 λορένσιο • 属格 λορενσίου • 宾格 λορένσιο • 呼格 λορένσιο •