λογικό 希腊语 名词 λογικό (logikó) n(不可数) 理智变格 λογικό (logikó)的变格 单数 主格 λογικό • 属格 λογικού • 宾格 λογικό • 呼格 λογικό • 形容词 λογικό (logikó) λογικός (logikós)的宾格单数阳性形式。 λογικός (logikós)的主格、宾格与呼格单数中性形式。