λεφτό 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 词源 参见λεπτό (leptó)。 名词 λεφτό (leftó) n(复数 λεφτά) (口语) 钱 Δώσε μου τα λεφτά! ― Dóse mou ta leftá! ― 把钱给我! (复数) 财富变格 λεφτό的变格 单数 复数 主格 λεφτό • λεφτά • 属格 λεφτού • λεφτών • 宾格 λεφτό • λεφτά • 呼格 λεφτό • λεφτά • 派生词 λεφτά (leftá)相关词汇 λεφτάς m (leftás, “富人”)参见 λεπτό n (leptó, “分钱,分币”)