logo

λάδι是什么意思_λάδι读音|解释_λάδι同义词|反义词

λάδι

希腊语

词源

源自中古希腊语 (ἐ)λάδιν ((e)ládin),源自古希腊语 ἐλᾴδιον (elā́idion)ἔλαιον (élaion, 橄榄油)的指小词,源自ἐλαία (elaía, 橄榄树,橄榄)

发音

  • IPA(帮助)/ˈlaði/

名词

λάδι (ládin(复数 λάδια

  1. 橄榄油
  2. 机油
  3. 油画

变格

相关词汇

  • αγουρόλαδο n (agourólado, 特级初榨橄榄油)
  • αλαδιά f (aladiá)
  • λαδάδικο n (ladádiko, 油店)
  • λαδάς m (ladás, 油商)
  • λαδερό n (laderó)
  • λαδερός (laderós, 油腻的;油性的)
  • λαδής (ladís, 橄榄油色的)
  • λαδί n (ladí, 橄榄油色)
  • λαδιά f (ladiá, 油渍)
  • λαδικό n (ladikó)

派生语汇

阿罗马尼亚语: ladi