λάδι
希腊语
词源
源自中古希腊语 (ἐ)λάδιν ((e)ládin),源自古希腊语 ἐλᾴδιον (elā́idion),ἔλαιον (élaion, “橄榄油”)的指小词,源自ἐλαία (elaía, “橄榄树,橄榄”)。
发音
- IPA(帮助):/ˈlaði/
名词
λάδι (ládi) n(复数 λάδια)
变格
λάδι的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | λάδι • | λάδια • |
| 属格 | λαδιού • | λαδιών • |
| 宾格 | λάδι • | λάδια • |
| 呼格 | λάδι • | λάδια • |
相关词汇
- αγουρόλαδο n (agourólado, “特级初榨橄榄油”)
- αλαδιά f (aladiá)
- λαδάδικο n (ladádiko, “油店”)
- λαδάς m (ladás, “油商”)
- λαδερό n (laderó)
- λαδερός (laderós, “油腻的;油性的”)
- λαδής (ladís, “橄榄油色的”)
- λαδί n (ladí, “橄榄油色”)
- λαδιά f (ladiá, “油渍”)
- λαδικό n (ladikó)
派生语汇
→ 阿罗马尼亚语: ladi
