λάβαρο 希腊语 词源 源自中世纪中古希腊语 λάβαρον (lábaron),源自拉丁语 labarum。 名词 λάβαρο (lávaro) n(复数 λάβαρα) 旗帜变格 λάβαρο的变格 单数 复数 主格 λάβαρο • λάβαρα • 属格 λαβάρου • λαβάρων • 宾格 λάβαρο • λάβαρα • 呼格 λάβαρο • λάβαρα • 近义词 σημαία n (simaía)